Νυχτερινή οξυμετρία είναι ο προσδιορισμός του κορεσμού του οξυγόνου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Είναι μια απλή δοκιμασία η οποία μπορεί να γίνει εύκολα στο σπίτι, αναίμακτα και με μεγάλη ακρίβεια μέσω της μεθόδου της παλμικής οξυμετρίας (SpO2).

Η μεταβολή της τιμής του κορεσμού του οξυγόνου στο αίμα κατά τη διάρκεια του ύπνου θεωρείται η σημαντικότερη παράμετρος για τον εντοπισμό απνοιών.

Χρησιμεύει όμως και σε άλλες καταστάσεις όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια προκειμένου να διασαφηνισθεί αν ο ασθενής χρήζει χορήγησης οξυγόνου κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Ο κορεσμός του οξυγόνου μετράται μέσω ενός μαλακού αισθητήρα δακτύλου επιφέροντας την ελάχιστη όχληση στον εξεταζόμενο, ενώ η κυρίως συσκευή καταγράφει καθ’ όλη τη διάρκεια του ύπνου τον κορεσμό του οξυγόνου στο αίμα καθώς και την καρδιακή συχνότητα.

Η μελέτη αρχικής αξιολόγησης της άπνοιας κατά τον ύπνο με το σύστημα της νυχτερινής οξυμετρίας βοηθάει τον γιατρό να κρίνει σε σύντομο χρόνο και με ασφάλεια εάν ο εξεταζόμενος χρήζει περαιτέρω διερεύνησης ώστε να τον παραπέμψει για μελέτη ύπνου .

Μετά τη μεταφορά των δεδομένων στον υπολογιστή γίνεται αυτόματα η ανάλυση και η παρουσίαση των αποτελεσμάτων σε αριθμητική μορφή και γραφικές παραστάσεις.

 

Τρόπος διεξαγωγής της εξέτασης:

Τοποθετείται ένας μαλακός αισθητήρας (οξύμετρο) στο μέσο δάκτυλο ή τον παράμεσο του μη ενεργού άνω άκρου. Ο αισθητήρας αυτός συνδέεται με μια συσκευή που είναι τοποθετημένη πάνω στον ασθενή και η οποία καταγράφει καθ’ όλη τη διάρκεια του ύπνου τον κορεσμό του οξυγόνου στο αίμα καθώς και την καρδιακή συχνότητα. Ακολούθως τα δεδομένα μεταφέρονται στον υπολογιστή.

Σε ποιες περιπτώσεις μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για το ΣΑΑΥ (Σύνδρομο Αποφρακτικής Άπνοιας Ύπνου);

  1. όταν θέλουμε να ελέγξουμε ασθενείς με υψηλή κλινική πιθανότητα για ΣΑΑΥ και χωρίς σημαντική συνυπάρχουσα παθολογία.
  2. Σε ασθενείς που δεν μπορούν να μετακινηθούν στο εργαστήριο
  3. Για έλεγχο της θεραπείας του ΣΑΑΥ

 

Σαν μέθοδος έχει μειονεκτήματα και σχετικά περιορισμένες διαγνωστικές δυνατότητες επειδή δεν δίνει καμία πληροφορία για τον τύπο του αναπνευστικού γεγονότος που προκάλεσε τον αποκορεσμό (αποφρακτικού, μεικτού, κεντρικού τύπου άπνοια ή υπόπνοια). Ασθενείς με υπνική άπνοια  μπορεί να μην έχουν ιδιαίτερες μεταβολές στον κορεσμό τους με αποτέλεσμα ο έλεγχος να δώσει ψευδές αρνητικό αποτέλεσμα ή να μην αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τη βαρύτητα του απνοϊκού συνδρόμου. Επίσης η αξιοπιστία του οξυμέτρου μπορεί να επηρεαστεί από την αιμάτωση του δαχτύλου, όπως σε βαρέως πάσχοντες ή από τη χαμηλή θερμοκρασία του δωματίου που κοιμάται ο εξεταζόμενος. Για παράδειγμα εάν ο ασθενής κρυώνει και το άκρο όπου γίνεται η μέτρηση είναι κρύο λόγω της αγγειοσύσπασης που γίνεται δεν έχει καλή αιμάτωση στη δεδομένη στιγμή το δάκτυλο όπου γίνεται η μέτρηση με αποτέλεσμα η μέτρηση να μην είναι σωστή.